- λειώλης
- λειώλης, -ες (Α)επιγρ. κατεστραμμένος, εξολοθρευμένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος με επίδραση τού επιρρ. λείως + -ώλης (< ὄλλυμι), πρβλ. εξ-ώλης, προ-ώλης. Το -ω- τού τ. οφείλεται στη λειτουργία του νόμου τής εκτάσεως εν συνθέσει].
Dictionary of Greek. 2013.